- ἐμφοβήσει
- ἐμφοβέωterrifyaor subj act 3rd sg (epic)ἐμφοβέωterrifyfut ind mid 2nd sgἐμφοβέωterrifyfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.